Ενημέρωση: 20-12-2012 22:41 | Καλλιτέχνες
Έως τώρα δεν ανακάλυψα πού ελλόχευε αυτή η διεργασία του νου, των ιδεών, των βιωμάτων ή άλλων ακαθόριστων ερεθισμών, που εκφράζονται παντοιοτρόπως, εκτός αν καιροφυλακτούσε κάπου πολύ βαθιά μέσα μου και το νυστέρι της προσωπικής μου, ανειδίκευτης ψυχαναλυτικής ικανότητας δεν μπορούσε να μου την αποκαλύψει με κάποιον άλλον τρόπο, εκτός της γραφής.
Πριν από πενήντα χρόνια, ύστερα από μια ανάπαυλα, που απολάμβανα ξαπλωμένη στο γρασίδι του πάρκου, βλέποντας μέσα από τα κλαριά των δέντρων τις φόρμες που σχημάτιζαν χορευτικές κινήσεις στον γαλάζιο ουρανό, παρόχθια του ποταμού Χάντσον, που κυλάει δυτικά του Μανχάταν όπου ζούσα, ένιωσα μια ώθηση να γυρίσω στο διαμέρισμά μου.
Έφτασα εκεί σχεδόν τρέχοντας και ασυνείδητα κάθισα στην καρέκλα μπροστά στο τραπεζάκι μου, για όλες τις χρήσεις, και άρχισα να περιγράφω, με στιλό σε γραμμωτές σελίδες, τον δικό μου μικρόκοσμο μέσα στον οποίο ζούσα, να καταγράφω διαλόγους με πρόσωπα που δεν είχα γνωρίσει και δεν είχα συνδιαλεχτεί, αλλά εφεύρισκα καθώς επεκτεινόταν ο μύθος σύμμεικτος με την πραγματικότητα, ενώ ένιωθα ότι οι λέξεις πάλλονταν ταυτόχρονα με την αναπνοή μου στον ίδιο ρυθμό.
Ακουμπούσα ανάποδα τις γραμμένες σελίδες, τη μια πάνω στην άλλη, και σύντομα παρατήρησα ότι ο όγκος τους χόντραινε και ψήλωνε. Αυτές οι σελίδες εικονογράφησαν τη ζωή στα Επιπλωμένα δωμάτια της δεκαετίας του 1960, ένα βιβλίο που έμεινε κλασικό αφού τίποτα πια δεν είναι το ίδιο.
Όταν το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ξάφνιασε αρκετούς κριτικούς ή άλλους που μετείχαν σε διάφορες λογοτεχνικές επιτροπές. Εκείνο που κυρίως παραξένεψε κριτικούς και αναγνώστες ήταν το α’ πρόσωπο στο οποίο ήταν γραμμένο, οι διάλογοι και οι σκηνές που κάποιοι δεν θεωρούσαν ευπρεπείς, προερχόμενες από γυναίκα συγγραφέα που έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία.
Μέχρι τότε, μόλις δέκα χρόνια μετά το κλείσιμο των νησιών εξορίας, την αποφυλάκιση όλων, ή περίπου, των πολιτικών κρατουμένων, ένα τέτοιο μυθιστόρημα υπονοούσε ελευθερία κινήσεων και λόγου. Τα κύρια θέματα που υπερίσχυαν, αναφέρονταν στον πόλεμο, την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο και όλα όσα επακολούθησαν.
Ωστόσο, παρόλο που μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι αναφερόμενοι δεν έδειχναν να ξεχωρίζουν τις πραγματικές από τις φανταστικές αναφορές, το ξάφνιασμά τους δεν τους εμπόδισε να απονείμουν στο πρώτο μου μυθιστόρημα το Β’ Κρατικό Βραβείο, το 1963 – είχε εκδοθεί τον προηγούμενο χρόνο, 1962, από τις Εκδόσεις Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη.
Έκτοτε δεν έπαψα να γράφω όπως, προφανώς, δεν έπαψα και να αναπνέω. Δεν θυμάμαι, όμως, να είπα στον εαυτό μου: τώρα πρέπει να γράψω, όπως δεν του λέω, τώρα πρέπει να αναπνεύσω. Γιατί αν είχα σταματήσει να γράφω, θα είχα σταματήσει και να αναπνέω, ή αντίστροφα. Για μένα, έως τώρα, αυτές οι δυο λειτουργίες είναι αναπόσπαστες η μία από την άλλη. Παρ’ όλα αυτά δεν βιάζω τον εαυτό μου, δεν γράφω σαν να το θεωρώ ως μια εκτέλεση κάποιου καθήκοντος που μου επιβάλλεται από κάποιον έξω από εμένα. Αλλά κάπου γράφονται και μένουν εκεί βουβά μέχρι τα ανασύρω.
Και καλά που έχω, ή είχα, την επιθυμία να ταξιδέψω και να γνωρίσω και άλλους λαούς και τρόπους ζωής, που σημαίνει ότι υπάρχουν και κενά στα πενήντα χρόνια της συγγραφικής μου ζωής.
Τα βιβλία που μεσολάβησαν από τότε μέχρι τώρα, μυθιστορήματα, διηγήματα, για παιδιά και νέους, μεταφράσεις, δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούν οι τίτλοι τους, και οι εκατοντάδες επιφυλλίδες, ίσως χίλιες ή περισσότερες, μετράνε πενήντα χρόνια δουλειάς.
Ύστερα από όλα αυτά, έφτασα στη γραφή του αυτοβιογραφικού μου βιβλίου, Ο τόπος μου είναι παντού, τέσσερις δεκαετίες από τη ζωή μου, από το 1960 μέχρι το 2000. Και τολμώ να δηλώσω ότι κάθε λέξη είναι και μια αλήθεια. Το βιβλίο εκδόθηκε από το Libro τον Δεκέμβρη του 2011 και του χρωστάω χάρη για τα δύσκολα χρόνια στα οποία το αποπειράθηκε, όπως χρωστάω πάρα πολλά ευχαριστώ στους άγνωστους αναγνώστες του.
Είχαν ήδη μεσολαβήσει δέκα χρόνια από τότε που νόμιζα ότι είχα τελειώσει τη συγγραφή του, αλλά ποτέ και για κανένα βιβλίο δεν είχα γράψει τη λέξη ΤΕΛΟΣ, αφού η ζωή συνεχίζεται.
Εκείνο που παρατηρήθηκε από κάποιους είναι ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες αναδύονται περισσότερο ισχυροί από τους ανδρικούς. Ίσως. Αν πρέπει να ομολογήσω κάτι, αυτό είναι πως δεν επρόκειτο για σκοπιμότητα. Πιθανόν, η κατάσταση, η θέση της γυναίκας να υπήρχε μέσα μου σαν ένα δυνατό και γνήσιο ενδιαφέρον που μάλλον δεν έχει απαλειφθεί.
Στα ταξίδια μου, όταν γνώριζα γυναίκες ήμουν αρκετά τολμηρή, ίσως αδιάκριτη με την ερώτησή μου, αν στην πατρίδα τους οι άντρες χτυπούσαν τις γυναίκες. Πουθενά και ποτέ δεν πήρα αρνητική απάντηση.
Πριν από χρόνια ήρθαν στη Νέα Υόρκη ο τότε Ιάπωνας πρωθυπουργός με τη γυναίκα του, της οποίας, εκείνη τη χρονιά, είχε κυκλοφορήσει ένα μυθιστόρημα. Στο αεροδρόμιο τους περίμεναν οι δημοσιογράφοι. Κάποια/κάποιος τη ρώτησε αν πραγματικά οι Ιάπωνες χτυπάνε τις γυναίκες τους. Εκείνη το επιβεβαίωσε. Ο /η δημοσιογράφος συνέχισε: «Εσάς σας χτυπάει ο σύζυγός σας;» Κι εκείνη απάντησε: «Κι εμείς Ιάπωνες είμαστε».
Κι εμείς συγγραφείς είμαστε, στ’ αλήθεια ή φανταστικά.
Νέα Υόρκη, 6 Αυγούστου 2012
Αναδημοσίευση από το diastixo.gr
← Καλλιτέχνες
ΓΑΛΛΙΑ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΕΛΛΑΔΑ
ΙΣΠΑΝΙΑ
ΙΣΡΑΗΛ
ΚΥΠΡΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΑ